- καικίου
- καικίαςnorth-east windmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καϊκάς — ο [καΐκι] ιδιοκτήτης καϊκιού, καϊκτσής … Dictionary of Greek
καϊκιάτικα — τα [καΐκι] ο ναύλος καϊκιού … Dictionary of Greek
καϊκτσής — και καϊξής, ο 1. ο ιδιοκτήτης ή ο κυβερνήτης καϊκιού 2. είδος μικρού ιστιοφόρου που έχει ένα μόνο ιστίο και είναι μεγαλύτερο από τη συνηθισμένη λέμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayikci] … Dictionary of Greek
μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… … Dictionary of Greek
αναστρέφω — ανάστρεψα, αναστράφηκα, αναστραμμένος 1. αναποδογυρίζω: Η βάρκα αναστράφηκε, αλλά δε βούλιαξε. 2. αλλάζω πορεία, ώστε να έχω από την αντίθετη πλευρά τον άνεμο: Για να μπορέσουν να μπουν στο λιμάνι ο πλοίαρχος του καϊκιού αποφάσισε να αναστρέψουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρματωσιά — η 1. το σύνολο των όπλων ενός άντρα: Θάμαζαν την αρματωσιά του. 2. τα άρμενα ενός πλοίου στο σύνολό τους, τα ξάρτια: Η αρματωσιά του καϊκιού τους στοίχισε πολλά χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καϊκιάτικα — τα ο ναύλος του καϊκιού: Πληρώσαμε και τα καϊκιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καϊκτσής — καϊκτσής, ο και καϊξής, ο ιδιοκτήτης καϊκιού: Νοίκιασε το καΐκι από τον καϊκτσή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)